λύγισμα — sprain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγισμα — το, ατος η κάμψη, η κύρτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυγισμάτων — λύγισμα sprain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίσμασι — λύγισμα sprain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίσμασιν — λύγισμα sprain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίσματα — λύγισμα sprain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… … Dictionary of Greek
αγή — ἀγή, η (Α) [ἄγνυμι] 1. σπασμένο κομμάτι, θραύσμα 2. καμπή, λύγισμα 3. απάτη, κοροϊδία 4. φρ. «κύματος ἀγή», το μέρος όπου σπάει το κύμα, ακτή, παραλία … Dictionary of Greek
ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… … Dictionary of Greek